αναποδιά

αναποδιά
η
1. εξέλιξη μιας υποθέσεως αντίθετη προς την επιθυμία κάποιου, ατυχία, κακοτυχία, αντιξοότητα
2. απρόβλεπτο εμπόδιο, κώλυμα
3. κακός οιωνός, γρουσουζιά
4. κακοί τρόποι συμπεριφοράς, δυστροπία, ιδιοτροπία
5. (για παιδιά) αταξία, ζωηρότητα, ανησυχία
6. ζημιά
7. απερίσκεπτη, ασύνετη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδος.
ΠΑΡ. αναποδιάρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναποδιά — η 1. εναντιότητα, δυσκολία, κακοτυχία: Συνάντησε ως τώρα πολλές αναποδιές. 2. δυστροπία, παραξενιά: Κανένας άλλος δε θα ανεχόταν τις αναποδιές του αυτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδεξιοσύνη — η (Μ ἀδεξιοσύνη) [ἀδέξιος] νεοελλ. η αδεξιότητα* μσν. ατύχημα, αναποδιά …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανάφαλο — το αναποδιά, αντιξοότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + (αμάρτυρο ουσ.) φάλλο < ιταλ. fallo] …   Dictionary of Greek

  • αναποδιάρης — α, ικο [αναποδιά] 1. δύστροπος, κακότροπος, παράξενος 2. ανίκανος, αδέξιος …   Dictionary of Greek

  • ανασβολιά — η πρόσκομμα, εμπόδιο, αναποδιά, κακοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ασβολιά «δυστυχία, συμφορά, κακομοιριά» < αρχ. ασβόλη «αιθάλη, καπνιά»] …   Dictionary of Greek

  • ανομία — η (AM ἀνομία) [άνομος] 1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα 2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία 3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία νεοελλ. 1. αδικία 2. ατυχία, αναποδιά 3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην… …   Dictionary of Greek

  • αντιξοότητα — η το να είναι κάτι αντίξοο, η δυσκολία, η αναποδιά …   Dictionary of Greek

  • γκίνια — η αναποδιά, ατυχία στο χαρτοπαίγνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guigne] …   Dictionary of Greek

  • εξανάστροφος — και ξανάστροφος, η, ο (Μ ἐξανάστροφος και ξανάστροφος, η, ο) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, αντίστροφος, ανάποδος 2. αναποδογυρισμένος 3. μσν. το ουδ. ως ουσ. το ξανάστροφον το αντίθετο, η αναποδιά, η ατυχία. Επίρρ. (ε) ξανάστροφα 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”